μέση

μέση
Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 504 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται Α της Βέροιας, σε απόσταση 64 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βέροιας. 2. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βιάννου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, στις νοτιοδυτικές απολήξεις του όρους Δίκτη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βιάννου. 3. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 116 κάτ.) της Νάξου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού, 36 χλμ. ΒΑ της πόλης της Νάξου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δρυμαλιάς του νομού Κυκλάδων. 4. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 41 κάτ.) της Τήνου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νησιού, ΒΑ της πρωτεύουσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Εξωβούργου του νομού Κυκλάδων. 5. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 81 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 13 χλμ. ΝΑ του Ρεθύμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαδίου. 6. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 317 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 28 χλμ. ΝΔ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιγείρου.
* * *
η (ΑM μέση, Α δωρ. τ. μέσσα)
(σχετικά με πρόσ.) το μέσο τού σώματος, η οσφύς («έχεις αγγελικό κορμί, δαχτυλιδένια μέση», δημ. τραγούδι)
νεοελλ.
1. το μέρος τού ρούχου που αντιστοιχεί στην οσφύ
2. (ιδιωμ.) η ψίχα τού ψωμιού
3. φρ. (α) «μπαίνω στη μέση»
i) παρεμβαίνω στα ζητήματα άλλων, αναμιγνύομαι
ii) παρεμβάλλομαι σε διαμάχη, μεσολαβῶ («καλά που μπήκε στη μέση, γιατί αλλιώς θα είχαν σκοτωθεί»)
iii) αναφαίνομαι, παρουσιάζομαι («είναι τα δυσκολέματα που μπαίνουν εις τη μέση», Ερωτόκρ.)
β) «μέ άφησε στη μέση» — μέ εγκατέλειψε στο μέσο μιας εργασίας ή συνεργασίας
γ) «βγάζω στη μέση» — φανερώνω («μόνο αφού τόν πίεσα, τά έβγαλε στη μέση»)
δ) «βγαίνω στη μέση» — φανερώνομαι
ε) «τόν έβγαλαν από τη μέση»
i) τόν εκτόπισαν, τόν απέβαλαν, απαλλάχθηκαν από αυτόν
ii) τόν σκότωσαν («τόν έβγαλαν από τη μέση όταν έμαθαν ότι θα αποκάλυπτε τα σχέδιά τους»)
στ) «βάζω κάτι στη μέση» — παρεμβάλλω κάτι
ζ) «βάνω καιρό στη μέση» — αναβάλλω
η) «λείπω από τη μέση» — εξαφανίζομαι
θ) «βάνω στη μέση άργητα» — αργοπορώ
ι) «φεύγω από τη μέση» — αποχωρώ, απομακρύνομαι
ια) «αφήνω ή παρατώ στη μέση» — εγκαταλείπω
ιβ) «είναι όλα στη μέση» — επικρατεί ακαταστασία
ιγ) «μέσες άκρες» — περίπου, κατά συμπερασμό («κατάλαβα το θέμα τής διάλεξής του μέσες άκρες)
(νεοελλ.-μσν.)
1. το μέσο κάθε πράγματος, το σημείο ή το μέρος που απέχει εξίσου από τα δύο άκρα («στέκονται στη μέση τού δρόμου και εμποδίζουν την κυκλοφορία»)
2. το μέσο χρονικού διαστήματος («τούς έβγαλε από την αίθουσα στη μέση τού μαθήματος»)
μσν.
1. μτφ. το μεσοδιάστημα τής ζωής τού ανθρώπου
2. το κοινό τραπέζι ή η κοινή αποθήκη τροφίμων μοναστηριού
3. (νομ.) προδικαστική απόφαση, σε αντιδιαστολή με την τελική απόφαση
4. ως κύριο όν. ἡ Μέση
ο κεντρικός δρόμος τής Κωνσταντινούπολης που οδηγούσε από τη Χρυσή Πύλη στον ναό τής Αγίας Σοφίας και στα ανάκτορα
5. φρ. α) «ψωμὶν τῆς μέσης» — ψωμί δεύτερης ποιότητας
β) «στὴ μέση» — μπροστά σε όλους
γ) «μέση καθολική» — γενική συγκέντρωση
γ) «λὰς τῆς μέσης» — λεγόταν υβριστικά για ένα έθνος
δ) «βάνω κάποιον στὴ μέση» — περικυκλώνω
ε) «ἀπὸ ἢ εἰς τὴν μέσην τους» — ανάμεσά τους, μεταξύ τους
στ) «ἀπὸ τὴν μέσην»
(ενν. κάποιας περιοχής) διά μέσου
αρχ.
1. η μεσαία χορδή τής τρίχορδης ή επτάχορδης λύρας και αργότερα ο ανώτατος φθόγγος τού κατώτερου τετραχόρδου τής διαπασών
2. η μεσαία από τις τρεις χορδές οι οποίες αποτελούσαν την αρχαιότατη μουσική κλίμακα τών Ελλήνων και αργότερα ο μέσος τόνος τού επταχόρδου
3. τονική θέση τής μουσικής κλίμακας που κατείχε την όγδοη βαθμίδα από τη βάση στο δις διαπασών σύστημα
4. μαθημ. η μέση ανάλογος
5. (στη στίξη) στιγμή που τοποθετούνταν μεταξύ τού ανώτατου και τού κατώτατου σημείου μιας γραμμής και χρησιμοποιούνταν ως κόμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. μέσος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μέση — mese fem nom/voc sg (attic epic ionic) μέσης a wind between masc voc sg μέσος b fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέσῃ — μέση mese fem dat sg (attic epic ionic) μέσης a wind between masc dat sg (attic epic ionic) μέσος b fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέση — η 1. το μέσο κάθε πράγματος: Έκοψα το ψωμί στη μέση. 2. μέρος του ανθρώπινου σώματος μεταξύ λαγόνων και θώρακα: Στη μέση φορούσε μια εντυπωσιακή ζώνη. 3. το μέσο μιας χρονικής διάρκειας: Παράτησε το σχολείο στη μέση της χρονιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μέση Ανατολή — Όρος που σχετίζεται περισσότερο με τη διεθνή πολιτική και λιγότερο με τα γεωγραφικά όρια, τα οποία, ωστόσο, εκτείνονται από τις ανατολικές ακτές της Μεσογείου μέχρι περίπου το Πακιστάν. Βλ. λ. Μεσανατολικό …   Dictionary of Greek

  • μέση ισημερία — (Αστρον.). Αποτελεί τη θέση της εαρινής ισημερίας, αν γίνει διόρθωση της πραγματικής ισημερίας για τις μικρές περιοδικές μετατοπίσεις που οφείλονται στην ταλάντευση του άξονα της Γης. Οι συντεταγμένες στους αστρικούς χάρτες και καταλόγους συνήθως …   Dictionary of Greek

  • Μέση Παλαιοκαρυά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 75 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, κοντά στα όρια με τον νομό Καρδίτσης, ΝΔ των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πύλης …   Dictionary of Greek

  • μέση πλάκα — Λεπτό μεσοκυττάριο στρώμα, το οποίο συντίθεται από πολυσακχαρίτες, που καλούνται πηκτίνες. Η μ.π. χρησιμεύει στο να συγκρατεί τα φυτικά κύτταρα μεταξύ τους, ενώ εκατέρωθέν της εναποτίθενται τα συστατικά του κυτταρικού τοιχώματος των γειτονικών… …   Dictionary of Greek

  • Μέση Ποταμιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 75 κάτ.) της Νάξου. Βρίσκεται στο μεσαίο τμήμα του νησιού, ΝΑ της πόλης της Νάξου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νάξου του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Μέση Συνοικία Τρικάλων — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.500 μ., 214 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου …   Dictionary of Greek

  • μέσηι — μέσῃ , μέση mese fem dat sg (attic epic ionic) μέσῃ , μέσης a wind between masc dat sg (attic epic ionic) μέσῃ , μέσος b fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”